Τετάρτη 15 Δεκεμβρίου 2010

Η ιστορία των καλικατζάρων (Λαϊκή παράδοση)

Μια παλιά ιστορία λέει πως μια γυναίκα αφού ετοίμασε τα γλυκά της, βασιλόπιτες, κουραμπιέδες, μελομακάρονα, είδε από το παράθυρο πως ξημέρωσε.
Όμως είχε ξεγελαστεί από το φεγγάρι, γιατί όπως λένε:
"του Γενάρη το φεγγάρι παρά λίγο νά ΄ναι μέρα".

Έτρεξε λοιπόν αυτή η γυναίκα και ξύπνησε τα παιδιά της για να τα στείλει με τα γλυκά για ψήσιμο στο φούρνο. Τα παιδιά σηκώθηκαν πρόθυμα, πήρε το καθένα από ένα ταψί και ξεκίνησαν για το φούρνο.

Όμως η αυγή αργούσε να έρθει και ξαφνικά μέσα από τα κοντινά στενά ακούστηκαν αγριοφωνάρες και δυνατά γέλια. Σε ελάχιστο χρόνο ο δρόμος γέμισε με καλικαντζαράκια.
Άρπαξαν τα παιδιά, τους πετάξανε ό,τι κρατούσανε και άρχισαν έναν τρελό χορό χτυπώντας τα ταψιά και φώναζαν:
"Ω! στραβά ταψιά, με τα ψεύτικα ψωμιά, άλλα με τα άσχημα, πηδάτε βρε μπαγάσικα".

Την ώρα που λάλησε ο πρώτος πετεινός, εξαντλημένα τα καλικαντζαράκια αφήσανε τα ταψιά στα κεραμίδια ενός σπιτιού κι αρχίσανε να φεύγουν τρέχοντας με στριγκλιές και γέλια, βγάζοντας έξω τις γλώσσες τους που ήταν κατακόκκινες σαν τις γλώσσες της φωτιάς και κουνούσαν τις ουρές τους εδώ κι εκεί.

Όταν ξημέρωσε και βγήκαν οι άνθρωποι να πάνε στις δουλειές τους, βρήκαν στο δρόμο τα τρία παιδιά μισολιπόθυμα, χωρίς να έχουνε δυνάμεις για να σηκωθούν.
Τα κουνήσανε, τα ραντίσανε με αγιασμό και όταν συνήλθαν, διηγήθηκαν τι τους είχαν κάνει τα καλικαντζαράκια.

Γι αυτό όλοι φοβόντουσαν να βγουν έξω από τα σπίτια τους πριν ξημερώσει,
όλο το Δωδεκαήμερο.

Δευτέρα 13 Δεκεμβρίου 2010

Χριστουγεννιάτικη Ιστορία

   Στην αρχή της Βικτωριανής περιόδου στη Βρετανία, ο εορτασμός των Χριστουγέννων βρισκόταν σε παρακμή. Οι μεσαιωνικές παραδόσεις των Χριστουγέννων που συνδύαζαν την γέννηση του Ιησού με τις αρχαίες Ρωμαϊκές γιορτές Saturnalia για τον θεό της γεωργίας, και του γερμανικού χειμερινού εορτασμού του Yule, αντιμετωπίζονταν με αυξανόμενη καχυποψία από τους Πουριτανούς.
     Η Βιομηχανική Επανάσταση που βρισκόταν σε πλήρη εξέλιξη την εποχή του Dickens, άφηνε
  πολύ    λίγο χρόνο στους εργάτες για τον εορτασμό των Χριστουγέννων. Η ρομαντική αναγέννηση των Χριστουγεννιάτικων εθίμων που βίωσαν οι Βικτωριανοί, είχε και άλλους πρωταγωνιστές εκτός του Dickens.
   O πρίγκιπας Αλβέρτος ήταν αυτός που εισήγαγε το έθιμο του Χριστουγεννιάτικου Δέντρου από την Γερμανία, όπως και την αναβίωση των Χριστουγεννιάτικων τραγουδιών και καλάντων, αλλά και της ανταλλαγής Χριστουγεννιάτικων καρτών, αφού η πρώτη εμφανίστηκε την δεκαετία του 1840. 'Oμως, ήταν οι Χριστουγεννιάτικες ιστορίες του Dickens, ιδίως το αριστουργηματικό A Christmas Carol(Χριστουγεννιάτικη Ιστορία), του 1843 που αναζωογόνησε την Χριστουγεννιάτικη ατμόσφαιρα στη Βρετανία και την Αμερική.
   Ο τρόπος που περιέγραφε ο Dickens τις γιορτές ως μια περίοδο όπου όλοι είναι ευγενικοί, καλοί  και φιλάνθρωποι και σκέφτονται τον διπλανό τους σαν τον εαυτό τους, ήταν αυτό που ζέστανε περισσότερο τις καρδιές των συμπατριωτών του. Τόσο πολύ συνώνυμο είχε γίνει το όνομα του Dickensμε το Χριστουγεννιάτικο πνεύμα που όταν μαθεύτηκε ο θάνατός του το 1870, ένα κοριτσάκι ρώτησε αν αυτό σήμαινε πως θα πεθάνει κι ο Αϊ Βασίλης.
   Ο Εμπενέζερ Σκρουτζ είναι ένας τσιγκούνης και μίζερος γέρος που δε νοιάζεται για κανέναν.  
Οι άνθρωποι γι` αυτόν υπάρχουν μόνο για να δουλεύουν και να του δίνουν χρήματα. Ιδιαιτέρως σιχαίνεται τα Χριστούγεννα, τα οποία θεωρεί πως απλώς τον μεγαλώνουν κατά ένα χρόνο χωρίς
 να τον κάνουν ούτε κατά μια δεκάρα πλουσιότερο.
   Τον Σκρουτζ επισκέπτεται την παραμονή των Χριστουγέννων, το φάντασμα του πρώην συνεργάτη του Τζέικομπ Μάρλεϊ, που είχε πεθάνει πριν από επτά χρόνια στην περίοδο των Χριστουγέννων. Ο Μάρλεϊ υπήρξε και αυτός τσιγκούνης και μίζερος όπως ο συνεργάτης του, αλλά μετά θάνατον, υποφέρει από τις αμαρτίες του και θέλει να βοηθήσει τον Σκρουτζ να αποφύγει την ίδια κατάληξη.  
   Λέει στον Σκρουτζ πως θα τον επισκεφτούν τρία πνεύματα, των περασμένων, των τωρινών και   των μελλοντικών Χριστουγέννων.
    Αυτά τα τρία πνεύματα, δείχνουν στον Σκρουτζ τα λάθη του κι ο ίδιος σταδιακά μετανοεί. Το    πρωί των Χριστουγέννων, ο Σκρουτζ στέλνει μια γαλοπούλα στον ταλαίπωρο και φτωχό υπάλληλό του Μπομπ Κράτσιτ, και περνά την ημέρα των Χριστουγέννων παρέα με τον ανιψιό του Φρεντ τον οποίο μέχρι εκείνη τη στιγμή περιφρονούσε. Η καλοσύνη του Σκρουτζ συνεχίζεται και μετά τα Χριστούγεννα, αφού δίνει αύξηση στον Μπομπ και ορκίζεται να βοηθά την οικογένειά του, ιδίως τον μικρό Timπου είναι κουτσός.
  Τελικά, ο Σκρουτζ μεταμορφώνεται στον μεγαλύτερο ευεργέτη της πόλης του. Ο Dickens έγραψε την Χριστουγεννιάτικη Ιστορία γιατί βρισκόταν σε απελπιστική οικονομική κατάσταση. Το φθινόπωρο του 1843 ο Dickens κι η γυναίκα του Kate περίμεναν το πέμπτο τους παιδί, ενώ έπρεπε να δίνουν χρήματα και για μια μεγάλη υποθήκη στο σπίτι τους στο Devonshire. Ο Dickens σταδιακά, δέθηκε πολύ με τους χαρακτήρες της ιστορίας του, στο σημείο να κλαίει, να γελάει και να κλαίει ξανά,    όπως έλεγε κι ο ίδιος, γράφοντάς την.
   Ο Charles Dickens πλήρωσε μόνος του τα έξοδα της έκδοσης του βιβλίου κι επέμεινε σε πολυτελές εξώφυλλο και εικονογράφηση. Εκτός αυτών, πούλησε το βιβλίο σε χαμηλή τιμή για να μπορούν όλοι να το αγοράσουν. Το βιβλίο κυκλοφόρησε την εβδομάδα πριν τα Χριστούγεννα του 1843 κι έγινε αμέσως τεράστια επιτυχία, αν και εξαιτίας του υψηλού κόστους της έκδοσης, τα έσοδα του Dickens ήταν χαμηλότερα από τα αναμενόμενα. Από τότε, το όνομα του Dickens συνδέθηκε για πάντα με τα Χριστούγεννα.

Τρίτη 12 Οκτωβρίου 2010

ΤΟ ΛΙΟΝΤΑΡΙ ΤΗΣ ΝΕΜΕΑΣ

Ο πρώτος άθλος του Ηρακλή αφορά την εξόντωση του τρομερού λιονταριού της Νεμέας, περιοχής κοντά στην Κόρινθο. Το λιοντάρι αυτό κατοικούσε σε μια σπηλιά που είχε δυο ανοίγματα και επιπλέον δεν το έπιαναν τα βέλη και τα ακόντια.
Ο Ηρακλής ακολούθησε μια έξυπνη όσο και τολμηρή στρατηγική που ταίριαζε στον ηρωισμό του. Έκλεισε το ένα άνοιγμα της σπηλιάς μ' ένα σωρό από πέτρες, αφού πρώτα μπήκε μέσα στη σπηλιά. Κατόπιν ήρθε αντιμέτωπος με το λιοντάρι. Πολύ γρήγορα τα όπλα του αποδείχτηκαν ανώφελα και έτσι αποφάσισε να το αντιμετωπίσει με τα ίδια του τα χέρια. Το 'πιασε, λοιπόν, στα μπράτσα του και το έπνιξε. Κατόπιν το έγδαρε χρησιμοποιώντας τα δόντια του λιονταριού, μια και τα εργαλεία δεν το έπιαναν, το πήρε στους ώμους του και το έφερε στις Μυκήνες και στον Ευρυσθέα, όπως, άλλωστε, ήταν και η αποστολή του.
Ο μύθος, λέει, πως ο Ευρυσθέας, τρόμαξε τόσο πολύ μόλις είδε το σώμα του λιονταριού, που κρύφτηκε σ' ένα μεγάλο χάλκινο πιθάρι. Ύστερα απ' αυτό ο Ηρακλής υποχρεώθηκε να μη φέρνει τα λάφυρα των άθλων του μέσα στην πόλη.